κοντό

κοντό
κοντό το
наружная ряса монаха

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοντό" в других словарях:

  • κοντό — (Μ) επίρρ. βλ. κοντός (Ι) …   Dictionary of Greek

  • κοντό(ή)μερος — η, ο αυτός που του μένουν λίγες ημέρες ζωής, που κοντεύουν οι ημέρες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τακίν Κόντο Χμάιν — (1876 – 1964). Βιρμανός συγγραφέας και κριτικός της λογοτεχνίας. Εμφανίστηκε στα γράμματα στα τέλη του 19ου αι. και έγινε γνωστός κυρίως από τα θεατρικά έργα του με ιστορικά θέματα. Στα έργα του αυτά περιέγραφε το ηρωικό παρελθόν της χώρας του σε …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η …   Dictionary of Greek

  • κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… …   Dictionary of Greek

  • μπρακ — Γενική ονομασία μιας ομάδας καλών κυνηγετικών σκυλιών. Υπάρχουν πολλές ράτσες μ., όπως η ιταλική με τρίχωμα κοντό και λείο, ανοιχτό πορτοκαλί ή καστανό και ύψος ως το ακρώμιο 55 67 εκ., η γαλλική (Ντιπουί, Οβέρνης, Αριέζ) όμοια περίπου με την… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • μπουλντόγκ — (bulldog). Ράτσα σκύλου αγγλικής καταγωγής, που χρησιμοποιείται ως φύλακας. Μέχρι τα μέσα του 19ου αι. το χρησιμοποιούσαν στους αγγλικούς στίβους για τους αγώνες κατά των ταύρων (από αυτό προήλθε και το όνομά του bull = ταύρος, dog = σκύλος). Το… …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»